- υπερμενέων
- -οντος, ὁ, Α1. εξαιρετικά ισχυρός, κραταιός2. στον πληθ. οἱ ὑπερμενέοντεςαλαζονικοί, υπεροπτικοί.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού ὑπερμενής σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -έων τών μτχ. (πρβλ. δυσμεν-έων: δυσμενής, ὑπερηνορ-έων: ὑπερήνωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.